πλήρωμα

πλήρωμα
4138 πλήρωμα
{сущ., 17}
полнота, исполнение, выполнение, латка, заплата, наполнение; то, что наполняет, содержимое.
Ссылки: Мф. 9:16; Мк. 2:21; 8:20; Ин. 1:16; Рим. 11:12, 25; 13:10; 15:29; 1Кор. 10:26, 28; Гал. 4:4; Еф. 1:10, 23; 3:19; 4:13; Кол. 1:19; 2:9.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλήρωμα" в других словарях:

  • Πλήρωμα —         (pleroma) (греч.) полнота. У гностиков полнота божеств. абсолюта, порождающего эоны. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πλήρωμα — that which fills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ατος 1. γέμισμα ή καθετί που χρησιμεύει για γέμισμα. 2. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο ή σε αεροπλάνο: Αγνοούνται ορισμένα μέλη του πληρώματος. 3. συμπλήρωμα: Το πλήρωμα του χρόνου. 4. το σύνολο των πιστών: Το πλήρωμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήρωμ' — πλήρωμα , πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώμασι — πλήρωμα that which fills neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώμασιν — πλήρωμα that which fills neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματα — πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματι — πλήρωμα that which fills neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώματος — πλήρωμα that which fills neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»